Περιβάλλον

Η πολιτική της ΕΕ για την προστασία της βιοποικιλότητας εκφράζεται κυρίως μέσα από τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 (σε εφαρμογή των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 79/409/ΕΟΚ). Το πλούσιο φυσικό περιβάλλον του δήμου αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή μελέτης εντοπίζονται τμήματα τριών περιοχών του δικτύου Natura 2000:

  • Κάρλα-Μαυροβούνι-Κεφαλόβρυσο Βελεστίνου (GR1420004)
  • Όρος Πήλιο και Παράκτια Θαλάσσια Ζώνη (GR1430001)
  • Όρος Μαυροβούνι (GR1420006)

Η οικολογική αξία των παραπάνω περιοχών φαίνεται από πολλαπλά στοιχεία. Διαθέτουν ποικιλία γεωμορφολογικών σχηματισμών και μεγάλη ποικιλότητα τύπων οικοτόπων. Υπάρχουν εκτεταμένα και ικανοποιητικώς διατηρημένα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων ειδών, καθώς και μεγάλη ποικιλία πουλιών. Οι ταμιευτήρες στην περιοχή της λίμνης Κάρλας συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών και διαχειμαζόντων πουλιών, υδρόβιων, παρυδάτιων και αρπακτικών. Οι περιοχές διαθέτουν, επίσης, σημαντική ποικιλότητα ερπετών, αμφιβίων, θηλαστικών και ψαριών, τα περισσότερα από τα οποία προστατεύονται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και είναι “είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος”.
Λίμνη Κάρλα
Η λίμνη Κάρλα υπήρξε η σημαντικότερη λίμνη της Θεσσαλίας και μία από τις μεγαλύτερες λίμνες στην Ελλάδα. Η Κάρλα αποτέλεσε πόλο ζωής και πολιτιστικής ανάπτυξης, καθώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού των παρακάρλιων χωριών είχε ως κύρια απασχόληση για πάρα πολλά χρόνια την αλιεία, ενώ πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο και την κατασκευή βαρκών. Η έκταση που καταλάμβανε η λίμνη δεν ήταν σταθερή αλλά μεταβαλλόταν ανάλογα με τις εισροές και εκροές νερού. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄20, οι πλημμύρες του Πηνειού και η αύξηση της έκτασης της λίμνης προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα σε πολλά χωριά. Η κατασκευή αντιπλημμυρικών αναχωμάτων στο δεξιό ανάχωμα του Πηνειού περιόρισε την υπερχείλισή του. Τα μέτρα αυτά δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς μετά το 1950, η στάθμη της Κάρλας άρχισε να πέφτει αισθητά και επικίνδυνα, με συνέπεια να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις για την περιοχή. Ειδικότερα, η αισθητή μείωση της στάθμης των νερών, η μείωση των αλιευμάτων, το ανεξέλεγκτο της αβαθούς λίμνης, το υφάλμυρο των νερών, καθώς και το πρόβλημα της ελονοσίας λόγω των κουνουπιών που μάστιζαν την περιοχή, οδήγησαν την Πολιτεία στην απόφαση για ολική αποστράγγιση της λίμνης. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, ολοκληρώθηκε η αποστράγγιση της λίμνης Κάρλας, με τους κατοίκους της περιοχής να πιστεύουν ότι η ενέργεια αυτή θα δημιουργήσει εύφορες εκτάσεις προς καλλιέργεια. Η αποστράγγιση, ωστόσο, ολοκληρώθηκε χωρίς την κατασκευή του ταμιευτήρα που προβλεπόταν από τη μελέτη. Μέσα σε λίγα χρόνια διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα της περιοχής ήταν μεγαλύτερες από το όφελος που προσέφερε η αποξήρανσή της, καθώς δημιουργήθηκαν έντονα προβλήματα, όπως ραγδαία πτώση της υπόγειας υδροφορίας, εισχώρηση του θαλάσσιου μετώπου στον ευρύτερο χώρο της περιοχής της Κάρλας, ρύπανση στον Παγασητικό κόλπο και εμφάνιση φυτοπλαγκτού, εμφάνιση ρηγμάτων μεγάλου βάθους ακόμα και μέσα σε χωριά, επιπτώσεις στην πανίδα και στην χλωρίδα της περιοχής, αλλαγές στο μικροκλίμα της περιοχής, αδυναμία υδροδότησης πόλεων και οικισμών κ.α.
Τα παραπάνω προβλήματα οδήγησαν στην απόφαση για αναδημιουργία της λίμνης. Κύριοι στόχοι του έργου είναι η αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή και η αναδιάταξη του τρόπου διαχείρισης των υδατικών πόρων της, ενώ δευτερεύοντες στόχοι του έργου αποτελούν η δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης, η δημιουργία ενός πρότυπου χώρου για την ανάδειξη της δυνατότητας αρμονικής ανάπτυξης ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον, καθώς και η ανάδειξη της ιστορικής σημασίας της περιοχής και της σχέσης των παλαιότερων οικισμών με τη λίμνη.
 
Το έργο της επαναδημιουργίας της λίμνης Κάρλας, στον αρχικό σχεδιασμό του, περιελάμβανε τα εξής:

  • Η δημιουργία της νέας λίμνης, στο χαμηλό τμήμα της περιοχής της παλαιάς, θα καταλαμβάνει έκταση 38.000 στρεμμάτων και θα περιβάλλεται από τους γύρω ορεινούς όγκους. Οπου αυτοί δεν υπάρχουν, θα δημιουργηθούν αναχώματα συνολικού μήκους 13 χλμ. Στη λίμνη θα παροχετεύονται τα νερά της ευρύτερης λεκάνης απορροής μέσω τεσσάρων κυρίων χωμάτινων συλλεκτήρων, συνολικού μήκους 39 χλμ., καθώς και τα χειμερινά νερά του Πηνειού ποταμού, που θα αποτελούν το 60% της τροφοδοσίας της λίμνης. Η χωρητικότητά της σχεδιάστηκε για την αντιπλημμυρική προστασία της γύρω πεδιάδας.
  • Για τη στήριξη της υδρόβιας ορνιθοπανίδας, το εσωτερικό των αναχωμάτων της λίμνης θα διαμορφωθεί κατά τόπους βαθμιδωτά. Επίσης, μέσα στη λίμνη θα κατασκευασθούν τρία νησάκια.
  • Η περιοχή γύρω από τη λίμνη θα φυτευθεί για να λειτουργήσει το φυσικό οικοσύστημα που θα προκύψει. Παραλίμνια υγροτοπικά συστήματα θα λειτουργούν ως φυσικό σύστημα καθαρισμού των υδάτων, πριν από τη διοχέτευσή τους στη λίμνη.
  • Προβλέπεται η κατασκευή ενός εξωτερικού υγροτόπου-αναθρεπτήρα για την αναπαραγωγή και τον εμπλουτισμό της λίμνης με ιχθυοπανίδα, καθώς και ιχθυοδιόδων για την ελεύθερη επικοινωνία των ψαριών. Επίσης, θα κατασκευασθούν έργα υποδομής για την οργάνωση ήπιων τουριστικών δραστηριοτήτων (κέντρο πληροφόρησης, μουσείο, διαμόρφωση θέσεων θέας, μονοπάτια και χώροι αναψυχής, υποδομές δραστηριοτήτων αναψυχής).
  • Εκτιμάται ότι με την επαναδημιουργία της λίμνης θα αρδευθούν οι γύρω περιοχές σε έκταση 92.500 στρεμμάτων. Από αυτήν, τα 50.000 στρέμματα θα αρδεύονται προσωρινά μέσω του δικτύου των τάφρων που υπάρχουν, οι οποίες θα συμπληρωθούν με νέα έργα. Η υπόλοιπη έκταση των 42.500 στρεμμάτων θα εξυπηρετηθεί με μόνιμα, πλήρη δίκτυα.
  • Θα αναδιαρθρωθεί η διαχείριση του υπόγειου υδατικού δυναμικού, ώστε να περισσέψει νερό, το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της υδροδότησης της πόλης του Βόλου.
  • Το σχέδιο αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών προβλέπει τη μείωση της καλλιέργειας του βαμβακιού και την αύξηση της αμειψισποράς και των βιολογικών καλλιεργειών, ώστε να μειωθεί η χρήση των αγροχημικών στην ευρύτερη περιοχή.
  • Η επαναδημιουργία της λίμνης των 38.000 στρεμμάτων αναμένεται να αλλάξει σταδιακά τον χαρακτήρα της περιοχής. Στόχος είναι να αποκατασταθούν ενέργειες του παρελθόντος, που με τα σημερινά δεδομένα αποτιμώνται ως μερικώς λανθασμένες, αλλά και να επαναλειτουργήσει το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, με βάση τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης.